< ἀντιθάπτω
ἀντίθεμα >
ἀντίθεια
,
-ας, ἡ
hostilidad a Dios
Didym.M.39.881C,
ἀντιθεΐας ἐνόσησε πάθος
Bas.Sel.
Ascens
.M.28.1093C.