ἀντίδοτος, -ον
I adj.
1 que se da en lugar de c. gen.
πυρόςAP 9.165 (Pall.),
λίθον ψευδήμονα Ῥείη ἀντίδοτον Κρονίδαο Κρόνου παρέθηκε τραπέζῃNonn.D.28.323, cf. Par.Eu.Io.19.29.
2 que se da como remedio de c. gen.
τοῦτο γάρ ἐστι κακῶν φάρμακον ἀ.AP 10.118, cf. Chrys.M.62.269.
II dado a su vez
τιτυσκόμενος δὲ βελέμνῳ ἀντίδοτον πόρεν ἕλκος ὀιστοβόλῳ ΜελανῇNonn.D.29.166.
III subst. ἡ ἀ. pero c. género incierto en Plu. antídoto, AP 12.13 (Strat.), Plu.2.42d, 54d,
τί ἐστιν ἡ ἀ.Gal.14.1,
Καὶ τοῦτο τὸ φάρμαχον ἀ. ὀνομάζειGal.14.136, cf. 109,
ὁ ἰατρὸς δέδωκεν ἀ. ὑγιεινήνClem.Al.Strom.2.14.60, fig.
τὰς ἀ. δὲ ἁπάσας τῆς σωτηρίας τοῖς νοσοῦσι προσφέρωνClem.Al.Paed.1.12.100.