ἀντέκτισις, -εως, ἡ


1 sufrimiento de un castigo en compensación ταύτης τῆς τιμωρίας Sch.A.Pr.167
fig. Ph.1.159, cf. Hsch.s.u. †ἀντέκτασις.

2 recompensa τῷ νικηφόρῳ ἅρματι Sch.Pi.P.1.112.