< ἀντέγκειμαι
ἀντεγκληματικός >
ἀντέγκλημα
,
-ματος, τό
ret.
contraacusación
Hermog.
Stat
.13, 67 (ap. crít.), Corn.
Rh
.p.387, Quint.
Inst
.7.4.8.