< ἀνταστράπτω
ἀντᾰτῑμάζω >
ἀντάτας
,
-α, ὁ
1
fiador
,
garante
,
ICr
.4.181.23 (Gortina II a.C.).
2
ἀντάταν· ἐπίβουλον, ἀντίδικον
Hsch.
α
5324.