ἀντωνέομαι


1 comprar a cambio ἄλλον X.Oec.20.26, ἅβραν Men.Fr.371.1, αὐτούς (τοὺς μονομάχους) D.C.59.14.3
fig. κλέος ἀείμνηστον Iul.Or.1.42b.

2 pujar en contra οὐκ ἀντωνεῖτο οὐδείς And.Myst.134, ἀλλήλοις Lys.22.9, ἀντ[ωνεῖταί] τις τετρακισχείλια τάλαντα δο[ύς PIand.100.9 (IV d.C.)
ὁ ἀντωνούμενος pujador rival D.18.239.