< ἀντρπινα
ἀντροφυής >
ἀντροσεῖδες
,
τό
• Morfología:
[gen. -ιος]
cret.
caverna
ὑποκάτω τῶ ἀ[ντ]ροσείδιος
SEG
26.1049.73 (Lato II a.C.), cf. ἀντροειδής.