< ἀντοφθαλμέω
ἀντόφθαλμον >
ἀντοφθάλμησις
,
-εως, ἡ
trato directo
ἀντοφθάλμησιν πεποίη[ται] πρὸς τοὺς πολίτας
IG
5(1).1114.17 (Laconia).