< ἀντονομασία
ἀντοπλίζομαι >
ἀντονομαστικός
,
-ή, -όν
gram.
pronominal
ὄνομα
D.H.
Amm
.2.12,
τεχνολογία
Gr.Nyss.
Eun
.3.9.24 (ap. crít.).