< ἀντοναί
ἀντόνομα >
ἀντονειδίζω
vituperar a su vez
ἀναλαβὼν θυμὸν ἀντονειδίζει τῷ Ἀχιλλεῖ
Eust.1042.46
•
abs. Nil.M.79.1100D.