ἀντολίη, -ης, ἡ
• Alolema(s): ἀντολία SB 10230.5 (III d.C.); dud. ἀντελία Corinn.41.fr.2.3
1 salida de un astro, gener. del sol amanecer Corinn.l.c.,
ἱλαρὴν δέ<ρ>ξεαι ἀντολίηνAndrom.92.
2 oriente, este
νηοῦ ἐνὶ προδόμῳ ἀντίον ἀντολίηςSB 7905.5 (II d.C.),
ἀντολίης ὑπὸ πέζανNonn.D.27.162, cf. 32.50,
δύσις ἀντολίη τε μεσημβρίη τε καὶ ἄρκτοι ... κλέος ἀείδουσινGVI 655.3 (Traconítide II/III d.C.), en plu. AP 16.61 (Crin.)
•personificado PMag.2.93.
3 prob. nacimiento
ζωῆς ἄ[λγος] ὑπάγω ὅπως γέννητα[ι] ἀντολία παίδων ἐμ[ῶνSB l.c.
•de Cristo encarnación
σῆς, Μάκαρ, ἀντολίης θεεικὴν δόσινICr.2.24.13.14 (IV d.C.).