ἀντλέω
I achicar agua abs. en una nave, Thgn.673, cf. Luc.Cat.19,
ναύκληροι ... ἀντλοῦντες καὶ ὑπεξαιροῦντες τὴν θάλαττανPlu.2.127c, cf. Men.Fr.269.3, D.C.50.34.3.
II de líquidos sacar c. ac.
ἀντλέει (ἄσφαλτον) καὶ ἔπειτα ἐγχέει ἐς δεξαμενήνHdt.6.119,
ἐπὶ τὸ φρέαρ ἀντλῆσαι ὕδωρLXX Ge.24.20, cf. 13, Ex.2.16,
οἱ ἠντληκότες τὸ ὕδωρEu.Io.2.8,
τὸ ... ὕδωρ πρὸ ἀνατολῆς ἀ.I.BI 4.472,
οὐδ' ἔτοιμον ἀντλεῦμενni sacamos agua a voluntad Herod.4.14,
πλήρεις κύλικας οἴνου ... ἤντλουν διὰ χώνης τοῖσι βουλομένοις πιεῖνPherecr.108.31, el fuego de la respiración saca los alimentos digeridos hacia las venas
οἷον ἐκ κρήνης ἐπ' ὀχετούςPl.Ti.79a
•abs. una máquina
ἀντλοῦσαν εἰς ἀροσίμην γῆνPOxy.2724.9 (V d.C.), cf. PMil.Vogl.256.9,
ἐκ πίθωTheoc.10.13, refrán para indicar el trabajo en vano
ἠθμῷ ἀντλεῖνsacar agua con una cesta Arist.Oec.1344b25,
εἰς τὸν τετρημένον πίθονX.Oec.7.40
•en v. med. impers. Hdt.6.119.
III fig.
1 sacar el mayor partido
σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάνPi.P.3.62.
2 apurar
ἐγὼ δὲ τὴν παροῦσαν ἀντλήσω τύχηνA.Pr.375,
τλημόνως ἤντλουν κακάA.Ch.748,
λυπρὸν ἀντλήσει βίονE.Hipp.898, cf. 1049,
πόν]ονE.Fr.18.9P.,
πολλοὺς κόπους ἠντληκώςHerm.Sim.5.6.2,
δουλείανLuc.Merc.Cond.17,
ἀντλήσει πένθοςIUrb.Rom.1379.10 (II/III d.C.).
3 derrochar, dilapidar
πατρῷαν κτῆσινS.El.1291.
IV en v. med.
ἀντλούμενος ὄλβῳrebosante de riqueza Man.4.92.