< ἀντλητειός
ἀντλητήριον >
ἀντλητήρ
,
-ῆρος, ὁ
I
de pers.
el que saca agua
Poll.10.31,
ληνῶν
Man.4.257
•
fig.
δύο ἀ. ἀπὸ μιᾶς πηγῆς ἀντλοῦντας
Epiph.Const.
Haer
.66.85.
II
1
náut.
achicador
Hsch.
2
cacillo
Ath.424a.