< ἀντιχώννυμι
ἀντιψάλλω >
ἀντιχωρέω
moverse en sentido contrario
αἱ ἀσώματοι ὑποστάσεις ... εἰς τὸ ὁμοῦ ἀντιχωροῦσι
Porph.
Sent
.11.