ἀντιχορηγέω
1 ser corego rival And.4.42
•c. dat. rivalizar con uno en la coregía
τῷ ΔιοκλεῖD.21.62.
2 proporcionar a su vez
τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειανI.BI 2.584.
τῷ ΔιοκλεῖD.21.62.
τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειανI.BI 2.584.