< ἀντιχαλεπαίνω
ἀντιχαράσσω >
ἀντιχαλκεύομαι
forjar por su parte
τὰ κράνη ὁλοσίδηρα
Polyaen.8.7.2, cf. Euagr.Schol.
HE
1.2 (p.7.10).