ἀντιφορτίζω
1 act. coger, llevar como carga de retorno
τὰ φορτίαStr.5.3.5,
σῖτον καὶ ἔλαιονPeripl.M.Rubri 32, en v. pas.
τὰ χρήματα ... ἀντιφορτισθένταD.35.11, cf. 24
•en v. med. mismo sent.
ἀργύριονArist.Mir.844a18,
σῖτονIG 22.903.8 (II a.C.),
οὐδένD.35.25, cf. 37
•fig.
ἀντιφορτισάμενος ἀποίσεις θεραπείην τὸν ἐμὸν γέλωταHp.Ep.17 (p.358),
τίμημα τοῦ ἔργουProcop.Arc.20.5.
2 tb. en v. med. importar a cambio de exportaciones
τιX.Vect.3.2.