< Ἀντίφιλος
ἀντιφιλοτιμέομαι >
ἀντιφιλοσοφέω
sostener opiniones contrarias
τῇ Στοᾷ
Luc.
Bis Acc
.21,
τῷ τυράννῳ
LXX 4
Ma
.8.15.