< ἀντιτύπησις
ἀντιτυπία >
ἀντιτυπητικός
,
-ή, -όν
resistente
,
sólido
δεῖ δὲ τὸ γενησόμενον σωματοειδὲς ἀντιτυπητικὸν εἶναι
Taurus en Phlp.
Aet
.13.15.