< ἀντίτραγος
ἀντιτρέφω >
ἀντιτραχύνομαι
desesperarse a su vez
πρὸς τὰς νηπιώδεις παραφροσύνας
Gr.Nyss.
Eun
.2.308.15,
πρὸς τὸν βασιλέα
Eust.467.9.