< ἀντιτοξότης
ἀντιτόρησις >
ἀντιτορέω
taladrar
,
perforar
c. gen.
δόρυ χροὸς ἀντετόρησεν
Il
.5.337
•
c. ac.
πυκινὸν δόμον ἀντιτορήσας
Il
.10.267,
μέγαν δόμον
h.Merc
.178.