< ἀντίτευχος
ἀντιτεχνάομαι >
ἀντιτεχνάζω
ret.
usar artificios a su vez
τὸν ἀκούοντα ἀντιτεχνάζειν καὶ ἀντισχηματίζειν
D.H.
Rh
.9.5
•
en v. med.
usar un contraartificio
πρός τι
I.
AI
1.305.