ἀντισύγγραφος, -ον


1 escrito en dos ejemplares ἀντισυγγράφους διαλύσεις τίθενται καὶ ποιοῦνται πρὸς ἀλλήλους PMonac.7.6 (VI d.C.), ὁμολογίαν PMasp.156.3.

2 subst. τὸ ἀ. copia de un instrumento legal PDura 19.18 (I d.C.), 32.19 (III d.C.).