< ἀντισχηματισμός
ἀντισχυρίζομαι >
ἀντισχολαστής
,
-οῦ, ὁ
rival en la enseñanza
ἀ. Ἀριστείδου τοῦ ῥήτορος
Sud.s.u.
Ἀδριανός
.