ἀντιστήριγμα, -ματος, τό
medic. apoyo, fulcro o relleno que se coloca en la axila en caso de roturas o dislocaciones, Hp.Art.9, cf. 16, fig.
ἐγένετο κύριος ἀντιστήριγμά μουLXX Ps.17.19,
πεσοῦνται τὰ ἀ. ΑἰγύπτουLXX Ez.30.6.
ἐγένετο κύριος ἀντιστήριγμά μουLXX Ps.17.19,
πεσοῦνται τὰ ἀ. ΑἰγύπτουLXX Ez.30.6.