< ἀντιστάσιμος
ἀντίστασις >
ἀντιστάσιος
,
-ον
fig.
equivalente
φιλοσοφία ... ἐμπίπλαται λόγων ἀντιστασίων καὶ ἰσορρόπων
Max.Tyr.33.1
•
τὸ ἀ.
Max.Tyr.39.1.