ἀντιστρεπτέος, -α, -ον
1 lóg. que ha de ser convertido
πρότασις ἀντιστρεπτέα ἐν ἀμφοτέροις τοῖς σχήμασιArist.APr.51a23.
2
ἀντιστρεπτέον δόξανhay que tener opinión inversa Plot.5.5.11.
πρότασις ἀντιστρεπτέα ἐν ἀμφοτέροις τοῖς σχήμασιArist.APr.51a23.
ἀντιστρεπτέον δόξανhay que tener opinión inversa Plot.5.5.11.