ἀντιστρατεύω
1 milit., intr. guerrear contra en v. med.
αὐτοῖςX.Cyr.8.8.26,
ἀντιστρατευομένων τῶν πολεμίωνPolyaen.3.9.7
•en v. act., I.AI 2.240
•fig.
Ἔρως ἀντιστρατεύειν τοῖς ὑπερηφανοῦσι φιλεῖAristaenet.2.1.36, en v. med.
βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ... ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μουEp.Rom.7.23, cf. Meth.Res.2.6.
2 fig., tr. poner en línea de combate
ἀντιστράτευσον αὐτῇ τὸν λογισμόν ἐκεῖνονprepara el razonamiento contra ella Chrys.M.57.253.