< ἀντισκρίβας
ἀντίσομος >
ἀντισκώπτω
burlarse a su vez
Plu.
Tim
.15,
Ant
.24
•
en v. med.
encajar bromas a su vez
καὶ γὰρ ἔσκωπτε δημοτικῶς καὶ ἀντεσκώπτετο ἡδέως
D.C.66.11.1.