< ἀντίσιγμα
ἀντισιωπάω >
ἀντισιγνανός
,
-οῦ, ὁ
lat.
antesignanus
,
portaestandarte
Γάϊος Ἰούλιος ἀντισιγνανός
IGLS
2132 (II a.C.).