< ἀντιρρητικός
ἀντιρρητορέω >
ἀντιρρητορεύω
hablar contra
,
discutir
c. dat.
τοῖς λέγουσι
Max.Tyr.3.3,
ταῖς τοῦ τυράννου παρηγορίαις
LXX 4
Ma
.6.1, cf. Ephr.Syr.1.113A.