< ἀντίπετρος
ἀντιπήγνυμι >
ἀντιπέττομαι
• Morfología:
[3.
a
sg. aor. subj. pas. ἀντιπεφθῇ]
digerir completamente
πότερον διὰ τὴν ὑπόλειψιν τῆς συντήξεως, ἕως ἀντιπεφθῇ;
Arist.
Pr
.884
a
2.