< ἀντιπρεσβεύω
ἀντιπροαίρεσις >
ἀντιπρίαμαι
• Morfología:
[délf. subj. ἀντιπριάηται
GDI
1717.7, 10 (Delfos II a.C.)]
comprar a su vez
σῶμα
GDI
ll.cc.