ἀντιπροσάγω
1 aducir a su vez
πρὸς τὸν [πολι]τ[ικ]ὸν αὐτῶν [ἔ]νπ[ειρον] ἀντιπροσάξει τὴν τέχ[νην] ἐπιφ[έ]ρωνPhld.Rh.1.377.
2 c. ac. y gen. proponer en lugar de
τροφῆς εὐτελεστάτης ἀντιπροσάγοιεν αὐτῷ τὴν δουλείανCyr.Al.M.70.105A.
πρὸς τὸν [πολι]τ[ικ]ὸν αὐτῶν [ἔ]νπ[ειρον] ἀντιπροσάξει τὴν τέχ[νην] ἐπιφ[έ]ρωνPhld.Rh.1.377.
τροφῆς εὐτελεστάτης ἀντιπροσάγοιεν αὐτῷ τὴν δουλείανCyr.Al.M.70.105A.