< ἀντιπροσκαλέομαι
ἀντιπροσκυνέω >
ἀντιπροσκρίνομαι
unirse a su vez
αὐτοῖς ἄλλα (εἴδωλα)
Alex.Aphr.
de An
.134.32, cf.
in Sens
.57.2.