< ἀντιπροκαλέομαι
ἀντιπροκλήσεις· >
ἀντιπροκαταληπτέον
hay que contestar con anticipación
ἀ. ἐστὶν αὐτὰ λύοντας τόνδε τὸν τρόπον
Anaximen.
Rh
.1433
b
2.