ἀντιπολιτεύομαι
ser oponente político, oponerse c. πρός y ac. de pers.
ἐν δ' Ἄργει Νικόστρατος ἀντεπολιτεύσατο πρὸς ΦάυλλονPlu.2.760a, cf. Plb.18.43.6, LXX 4Ma.4.1
•c. dat.
τῷ ΠερικλεῖPlu.Per.8,
τοῖς παλαιοῖς βασιλεῦσιPlu.Them.19,
τοῖς τυράννοιςPlu.2.760b
•abs.
ἐκ δὲ τῶν λοιπῶν πόλεων τοὺς μὲν ἀντιπολιτευομένους ἐπανείλετοPlb.3.18.1, cf. Arist.Pol.1274a14, Plb.1.8.4,
οἱ ἀντιπολιτευόμενοιel partido opuesto Plb.12.13.8, Din.1.97,
ὁ ἀντιπολιτευόμενοςel rival político Cic.Att.131.5
•fig. oponerse
ὁ φθόνος ... ταῖς καλαῖς ἀντιπολιτεύεται πράξεσινAristonym. en Stob.3.38.36.