< ἀντιποιητέον
ἀντίποινος >
ἀντιποιμαίνω
hacer de pastor rival
fig.
πῶς ... εἰς ἓν ἀγάγω τοὺς ἀντικαθεζομένους τούτους καὶ ἀντιποιμαίνοντας ...;
Gr.Naz.M.36.484A.