< ἀντιπέρα
ἀντιπεραιόομαι >
ἀντιπεραίνομαι
realizar a su vez
ἀμφαλλὰξ ... τὸ δρᾶν καὶ τὸ παθεῖν ἀντιπεραινόμενοι
de los homosexuales
AP
12.238 (Strat.).