< ἀντιπαροδεύω
ἀντιπαρρησιάζομαι >
ἀντιπαρονομάζομαι
tener nombres diferentes
u
opuestos
τὰ ἀντιπαρονομαζόμενα μέρη
Iambl.
in Nic
.p.29.