< ἀντιπαραπέμπω
ἀντιπαραπλέω >
ἀντιπαραπήγνυμι
gram.
τὸ ἀντιπεπηγμένον τοῦ λόγου
el contexto
de una elipsis o pleonasmo
, A.D.
Synt
.37.22.