ἀντινοέομαι
• Grafía: graf. ἀναντι-


oponerse legalmente μηδενὸς ὑμῖν ἐνα[ντ]ιουμένο(υ] ἢ ἀναντινοησομένο(υ) πώποτε PMasp.97.re.49 (VI d.C.).