< ἀντινομία
ἀντινομικός >
ἀντινομίζομαι
ser seguido a su vez
en v. pas.
πονηρῶν ἀθέων νόμοις νόμοι θεῶν ἄγραφοι ἀντινομιζόμενοι
Archyt.
Fr.Sp
.1 (1, p.559).