ἀντιμλία, -ας, ἡ


jur. juicio expl. como δίκη, εἰς ἣν οἱ ἀντίδικοι παραγίνονται Hsch.s.u. μωλεῖ, cf. ἀντ]ιμλίαι ICr.4.13b.1 (Gortina VII/VI a.C.).