ἀντιμέτωπος, -ον
que está cara a cara, de frente
ἀ. συνέρραξε τοῖς ΘηβαίοιςX.HG 4.3.19, cf. Ages.2.12,
σφίσι ... ἀντιμέτωποι προσπεσόντεςD.C.Epit.9.20.5, cf. Hld.9.16.1.
ἀ. συνέρραξε τοῖς ΘηβαίοιςX.HG 4.3.19, cf. Ages.2.12,
σφίσι ... ἀντιμέτωποι προσπεσόντεςD.C.Epit.9.20.5, cf. Hld.9.16.1.