ἀντιμετρέω
I
τῇ κοτύλῃ τοῦ οἴνου τὴν χαλκῆν ἀντιμετροῦμεν κοτύληνSimp.in Ph.733.22
•en v. pas.
ἀντιμετρεῖται γὰρ ὑπὸ τῶν μετρουμένων τὰ μέτραSimp.in Ph.733.19, de la relación entre movimiento y tiempo, Simp.in Ph.733.18.
2 dar en pago o medida equivalente, compensar con c. ac. y dat. pers.
τῷ θνῄσκοντι τὸ τικτόμενον ἀντεμέτρησενLuc.Am.19, cf.
τὸ πρὸς ἀξίαν τοῖς κακούργοιςBasil.M.29.40.
3 medir a su vez fig., en v. pas.
ᾧ γὰρ μέτρῳ μετρεῖτε ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖνcon la medida que medís se os medirá, Eu.Luc.6.38, cf. Euthal.Act.M.85.633A.
4 astrol. estar en medida equivalente de
οἱ Δίδυμοι ἀντιμετροῦσιν τὸν Αἰγοκέρωτα ... κατὰ τὰ ἰσανάφοραCat.Cod.Astr.8(4).187.
II fig. comparar c. ac. y dat. o πρός y ac.
οὐκ ἀντιμετρήσῃς (sic) σεαυτὸν ἑταίρῳNil.M.79.1110A
•contraponer
ἡμᾶς πρὸς τὴν ἑαυτοῦ δύναμινClem.Al.QDS 37,
πρὸς δὲ τὸ τοῦ πράγματος ὕψος ἀ. τὸ ἀνθρώπινονDion.Ar.EH M.3.393B.