< ἀντιμετατάσσομαι
ἀντιμεταφέρω >
ἀντιμετατίθεμαι
cambiar a su vez
ἀντιμεταθείσης τῆς ἐγγύης
I.
AI
16.228,
μετατίθεταί τε καὶ ἀντιμετατίθεται οὐδαμῶς
Numen.24.73.