< ἀντιμεταγωγή
ἀντιμετάδοσις >
ἀντιμεταδίδωμι
intercambiar
ἀλλήλαις αὐτὰς (μονάδας) τῶν οἰκείων ἰδιωμάτων
Dam.
Pr
.192.