ἀντιμεταβάλλω
1 tr. contrarrestar con otro cambio
μέγα τιHp.Acut.26
•cambiar en v. pas.
εἰ μὴ ἀντιμεταβέβληται τὸ ἔργον τῆς εἰρήνηςIul.Pap. en Ath.Al.Apol.Sec.30.4.
2 intr. transformarse
ὑπὸ ἀνθρώπων ἐσθιόμενα ἀντιμεταβάλλει καὶ γίνεται ἀνθρώπων ... σώματαOrigenes M.12.1092C.