< Ἀντιμενίδης
ἀντιμεριμνάω >
ἀντιμερίζομαι
1
conceder a su vez
χάριν
AP
6.209 (Antip.Thess.).
2
distinguir
Hsch.s.u.
ἀντιδιαιρεῖται
.